- ραχοκοκαλιά
- η, Νη σπονδυλική στήλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ραχοκοκαλιά — ραχοκοκαλιά, η και ραχοκόκαλο, το η σπονδυλική στήλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste griechischer Phrasen/Rho — Rho Inhaltsverzeichnis 1 Ῥαδαμάνθους ὅρκος 2 Ῥαμνούσιος εἶ … Deutsch Wikipedia
ράχη — Oνομασία 9 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στα βορειοανατολικά του βάλτου της Βίγλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10τ. χλμ.). 2. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ.),… … Dictionary of Greek
Greek military junta of 1967–1974 — Regime of the Colonels redirects here. For the generic usage as a term for military rule, see military junta. For the Polish regime of colonels, see Piłsudski s colonels. For other uses, see Colonels regime. History of Greece … Wikipedia
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek
ανάκανθος — ον (Α ἀνάκανθος) [ἄκανθα] 1. ο χωρίς σπονδυλική στήλη, ραχοκοκαλιά 2. (για ψάρια, φυτά κ.λπ.) αυτός που δεν έχει αγκάθια 3. το αρσ. ως ουσ. ο ανάκανθος είδος ψαριού … Dictionary of Greek
κομποραχιά — η σπονδυλική στήλη, ραχοκοκαλιά … Dictionary of Greek
μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… … Dictionary of Greek
σπονδυλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους σπονδύλους 2. φρ. α) «σπονδυλική αρτηρία» ανατ. κλάδος τής υποκλείδιας αρτηρίας β) «σπονδυλική στήλη» i) (ανατ. βιολ.) ο αξονικός σκελετός τού κορμού τών σπονδυλοζώων που υποβαστάζει την κεφαλή και… … Dictionary of Greek